Ιερά Μονή Παναγίας της Κανδήλας (video + pics)

Αυγούστου 15, 2021 0

Σφηνωμένη μέσα στη σπηλιά ενός αγέρωχου βράχου, η Μονή της Κανδήλας δεσπόζει μεγαλόπρεπη πάνω από την πανάρχαιη μνήμη του Ορχομενού.

ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΝΔΗΛΑΣ - DRONE Κώστας Κουτσουράκης

Μπροστά της απλώνεται η πεδιάδα της Κανδήλας και του Λεβιδίου ως τη δύση και τις βορινές προεκτάσεις του Μαινάλου. Η Κανδήλα βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Αρκαδίας, απέχοντας 38 χλμ. από την Τρίπολη και 15 χλμ. από το Λεβίδι.

Γύρω από το βράχο βρίσκεται το «Αργόν Πεδίον» των αρχαίων. Τοπίο ήρεμο, το οποίο σχηματίζεται στη στενή κοιλάδα του Ορχομενού, ανάμεσα στα Αρκαδικά όρη, Ολίγυρτο και Τραχύ. Η ονομασία «Αργόν Πεδίον» οφείλεται στην αδυναμία καλλιέργειας της περιοχής.  Εκεί συγκεντρώνονταν τα όμβρια ύδατα χωρίς να έχουν τη δυνατότητα διεξόδου, με αποτέλεσμα η πεδιάδα να μετατρέπεται το χειμώνα σε λίμνη. Η περιοχή της Κανδήλας ήταν κατά την αρχαιότητα μια από τις προστατευμένες εισόδους της Αρκαδίας, λόγω του ορεινού της περίγυρου προς βορρά που άφηνε μόνο ένα στένωμα προσπέλασης.

Η μονή είναι κτισμένη πάνω στη βραχώδη δυτική πλευρά του βουνού Κρουσταλλιές (Τρύπες ή Μοναστήρι το αποκαλούν οι ντόπιοι), νοτίως του χωριού της Κανδήλας, από το οποίο είναι μάλιστα αθέατη.

Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό μοναστήρι των βράχων, το οποίο έχει μείνει γνωστό στην ιστορία για την προσφορά του, τη δράση και τη συμμετοχή στην Ελληνική Επανάσταση, λόγω του οχυρού της θέσης του και της αγωνιστικότητας των μοναχών του.

Η Κανδήλα είναι ένα γραφικό χωριό, βόρεια του Λεβιδίου (12 χλμ.), κοντά στα όρια του νομού Αρκαδίας με την Αργολίδα και την Κορινθία. Είναι κτισμένη στις νότιες παρυφές του όρους Ολίγυρτος, σε υψόμετρο 760 μ., στο βάθος ενός εύφορου λεκανοπεδίου. Από εδώ περνά ο δρόμος που οδηγεί στην ορεινή Κορινθία. Η περιοχή γύρω από την Κανδήλα έχει αρκετό πράσινο και πολλά ελαιόδενδρα. Η τοπική οικονομία βασίζεται κυρίως στη γεωργία (δημητριακά, ελιές, οπωρικά) και σε μικρότερο βαθμό στην κτηνοτροφία και το εμπόριο.

 ΚΗΡΥΞΗ: ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/27527/533/21-7-1993,  ΦΕΚ 602/Β/12-8-1993 ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με ζώνη προστασίας 100 μ. γύρω του.

 

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ – ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ

Η ιστορία της ίδρυσης της μονής και τα αρχαιότερα χρόνια της ζωής της έχουν επιβιώσει κυρίως ως απόηχοι μιας παράδοσης, καθώς ό,τι είχε περισωθεί από την αρχική της μορφή, όπως τα υπάρχοντά της, τα έγγραφα και τα πατριαρχικά χρυσόβουλλα, καταστράφηκαν όλα από φωτιά κατά τα Ορλωφικά το 1770.

Η παράδοση αναφέρει ότι χριστιανοί της περιοχής του Λεβιδίου είχαν επιλέξει στο ύψωμα Μισόκαμπο, στα δυτικά της κωμόπολης της Κανδήλας, να ιδρύσουν μοναστήρι αφιερωμένο στην Παναγία. Με χρήματα εράνου και προσωπική εργασία των κατοίκων άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες, αλλά κατά τη δύση του ηλίου η θαυματουργός εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου μετακινούνταν από την επιλεγμένη  θέση στην απέναντι πλευρά. Ενώπιόν της  το βράδυ έκαιγε κανδήλα, την οποία δεν είχε τοποθετήσει ανθρώπινο χέρι και η οποία τα ξημερώματα χανόταν. Καθώς το φαινόμενο επαναλαμβανόταν οι πιστοί συνειδητοποίησαν ότι η επιθυμία της Παναγίας ήταν να ιδρυθεί η μονή που κτιζόταν προς τιμήν της όχι στην επιλεγμένη από τους πιστούς θέση, αλλά εκεί όπου εμφανιζόταν η εικόνα με την κανδήλα.

Σύμφωνα με την παραπάνω προφορική παράδοση, η μονή ιδρύθηκε στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα, ενώ η επωνυμία της ως μονή Κανδήλας συνδέεται με το θείο φως της κανδήλας στην εικόνα της Θεοτόκου.

ΟΝΟΜΑ

Παραμένει βέβαια αναπάντητο το ερώτημα πώς η κώμη, η οποία προϋπήρχε της μονής, έλαβε αυτό το όνομα και απέβαλε το προηγούμενο που είχε. Ανεξαρτήτως της παράδοσης για τη μετακίνηση της εικόνας της Θεοτόκου από το Μισόκαμπο με τη λάμπουσα κάθε βράδυ κανδήλα, στον ίδιο χώρο από την αρχαιότητα λατρευόταν η Κονδυλεάτις Άρτεμις. Πιθανώς η εκτόπιση της λατρείας της Αρτέμιδος από την Παναγία να οδήγησε στην ασυνείδητη καθιέρωση της ονομασίας Κανδήλα, πρώτα για την κώμη και ύστερα για τη μονή.

Ο Ιωάννης Δάλκος θεωρεί πως το κτίσιμο του χωριού προήλθε ύστερα από την ίδρυση της μονής και η ονομασία του έχει σχέση με το θαύμα της εικόνας και τη μεταφορά της καντήλας της Παναγίας. Για τους περισσότερους, πάντως, η ονομασία Κανδήλα πρέπει να αποδοθεί σε παρετυμολογία της λέξης «κονδυλέα». Στην αρχαία Κονδυλέα υπήρχε ιερό άλσος και ναός όπου λατρευόταν η  Άρτεμις η Κονδυλεάτις.

Η Κονδυλέα βρισκόταν ένα αρχαίο στάδιο (180 μ. περίπου) έξω από την πόλη των Καφυών. Στην περιγραφή του ο Παυσανίας (Αρκαδικά, 23, 6-8) ιστορεί έναν δραματικό μύθο που άλλαξε το προσωνύμιο της λατρευόμενης θεότητας. Σύμφωνα με τον μύθο, μερικά παιδιά παίζοντας έδεσαν ένα σχοινί γύρω από το λαιμό του αγάλματος και φώναζαν «Η Άρτεμις κρεμάστηκε». Οι Καφυείς, ως τιμωρία για την ιεροσυλία της πράξης τους, τα λιθοβόλησαν και τα σκότωσαν. Όμως, κατάρα έπεσε πάνω στην πόλη τους και οι έγκυες απέβαλαν τα παιδιά που εγκυμονούσαν. Η Πυθία τις συμβούλεψε με χρησμό να θάψουν τα παιδιά και να τους προσφέρουν τιμές κάθε χρόνο. Από το χρησμό αυτό οι Καφυείς ονόμασαν τη θεά της Κονδυλέας «Άρτεμις Απαγχομένην».

Μια τέτοια παράδοση, η οποία είχε διατηρηθεί ως τον 2 αι., θα είχε δώσει στην Κονδυλέα έναν απόηχο φήμης. Δεν είναι λοιπόν απίθανο σε μια απόσταση 2-3 χλμ. να χρησιμοποιήθηκε το τοπωνύμιο μιας γειτονικής περιοχής και να διατηρήθηκε  μέσα σε λίγους αιώνες.

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η μονή δεν είναι γνωστό πότε περιβλήθηκε με σταυροπηγιακή αξία και δεν είναι επίσης γνωστός ο χρόνος ίδρυσής της. Από έκθεση του ηγουμένου της μονής Καλλίνικου, στις 16 Ιουνίου 1833, προς το Νομάρχη Αρκαδίας (Γ.Α.Κ., Μοναστηριακά, φ. 315) πληροφορούμαστε ότι το μοναστήρι ήταν ακμαίο, αλλά πυρπολήθηκε από τους Αλβανούς το 1770 και απώλεσε τα πάντα, όπως και τα πατριαρχικά χρυσόβουλλα. Έτσι έγινε ενοριακό με την υποχρέωση να καταβάλλει ετησίως 80 γρόσια στη Μητρόπολη Αμυκλών και 200 γρόσια για τη σχολή που λειτουργούσε πριν από το 1821 στην Κανδήλα.

Πριν από την Ελληνική Επανάσταση η μονή βρισκόταν σε άθλια οικονομική κατάσταση και ήταν ερειπωμένη. Αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από τους χριστιανούς μετά από άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Υπάρχει στα αρχεία της μονής το συστατικό γράμμα του Γρηγορίου Ε΄ τον Σεπτέμβριο του 1820 προς όλους τους ιεράρχες εκκλησιαστικούς και λαϊκούς, τους οποίους προέτρεπε να συνδράμουν και να βοηθήσουν το ιερό αυτό μοναστήρι. Πιθανώς οι μοναχοί στην προσπάθειά τους να ανοικοδομήσουν το μοναστήρι χρεώθηκαν βαριά και πιεζόμενοι από τους δανειστές τους, ζήτησαν τη βοήθεια του Πατριαρχείου, το οποίο αναγνωρίζει ακόμα ως σταυροπηγιακό το μοναστήρι της Κανδήλας το 1820.

            Την παρακμή της μονής την είχε ολοκληρώσει η αρπαγή της κτηματικής περιουσίας της από τον Οθωμανό Μουσταφά Αρναούτογλου  το 1817, κάτι που αναγράφεται στην αναφορά του Ηγουμενοσυμβουλίου της μονής προς την Ιερά Σύνοδο στις 10 Ιουνίου 1839, με την οποία η μονή ζητάει τα κτήματα της γειτονικής μονής του Μπεζενίκου, της σημερινής Βλαχέρνας. Στην αναφορά αυτή αναγράφεται ακόμα ότι η μονή ανέκτησε την περιουσία της το 1821 και την κατείχε έως το 1828 οπότε και η «Κυβέρνησις» την απέσπασε από τη μονή.

            Ο ιστορικός ρόλος της μονής στην Επανάσταση υπήρξε σημαντικός. Ο ηγούμενος Καλλίνικος έπαιξε για πολλά χρόνια μεγάλο ρόλο στην αγωνιστική συμβολή της Κανδήλας. Από ιστορικά έγγραφα και κείμενα των ιστορικών της Επανάστασης πληροφορούμαστε τη συμμετοχή της στον Αγώνα, αλλά και την προσφορά της σαν αμυντικό καταφύγιο στους περιοίκους, κάθε φορά που τα πολεμικά γεγονότα πρόσβαλλαν άμεσα τη ζωή και την ασφάλειά τους. Εκτός από ορμητήριο και αναπαυτήριο, συγχρόνως υπήρξε και πρόχειρο θεραπευτήριο, καθώς ο ηγούμενος, ως εμπειρικός χειρουργός που ήταν, είχε μετατρέψει τη μονή σε πρόχειρο νοσοκομείο για την περίθαλψη των τραυματιών. Επίσης, ο ηγούμενος Καλλίνικος συνεισέφερε αρπάζοντας από τους Τούρκους κοπάδια και δίνοντας στον Αγώνα αλεύρι και στάρια.

            Από τον ιστορικό Φωτάκο, στα Απομνημονεύματα του για την Ελληνική Επανάσταση, αναφέρεται ότι στο χώρο του μοναστηριού της Κανδήλας ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έδωσε γραπτή άδεια στον Σαγιά να εξοντώσει τον καπετάν Νενέκο που προσκύνησε τον Ιμπραήμ. Συγκεκριμένα αναφέρει: « Πριν υπογράψει πήρε το χαρτί και το καλαμάρι και μπήκε στην εκκλησία του μοναστηριού στάθηκε μπροστά στην εικόνα της Θεοτόκου και έκαμε τρεις μετάνοιες γονατιστές και έβαλε την υπογραφή του, λέγοντας ότι τούτο το κάμνει για χάριν της πατρίδας του».

Στη Μονή Κανδήλας υπάρχει επιστολή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που επιβεβαιώνει την αγωνιστική δράση μονής και ηγουμένου:

Άγιε καθηγούμενε της Κανδήλας

Ιδού, σου στέλνω τον παρόντα και να μου στείλης

κάμποσο κρασί διότι εδώ δεν ευρίσκεται

και χωρίς τεσκερέ μου να μη δώσης

κανενός, να σταθής γενναίος, να κρατή-

σης το μοναστήρι. Τώρα θα ιδώ τον

πατριωτισμό σου.

Τη 8 Μαΐου 1826

Ο Γ. αρχηγός

(υπογραφή)

Θ. Κολοκοτρώνη

Το κρασί βούλωσέ το

και ό,τι είδηση

ξέρεις φανέρωσε

Για τη δράση του μοναστηριού και τη δική του γράφει και ο ίδιος ο Καλλίνικος προς τη Γερουσία τον Μάϊο του 1846, γέρος και ανήμπορος πλέον, ζητώντας μικρή σύνταξη. Συγκεκριμένα αναφέρει: « Άμα ήχησεν η σάλπιγξ του υπέρ ανεξαρτησίας Ιερού αγώνος, ηλεκτρισθείς από τον υπέρ πίστεως και πατρίδος έρωτα ετέθην επικεφαλής στρατιωτών διαφόρων χωρίων του Δήμου Ορχομενού της Επαρχίας Μαντινείας, και ίδιαις σας μάχας κατά την Τρίπολιν, Κόρινθον, Άργος και άλλα της Πελοποννήσου μέρη και απειράκις διεκινδύνευσα την ζωήν μου, δια να χρησιμεύσω πρό πάντων ως εκ του ιερατικού χαρακτήρος μου παράδειγμα θρησκευτικού ζήλου και πατριωτισμού … Κατά δε την εποχήν του Ιμβραΐμη θελήσας να προφυλάξω την Μονήν από τας καταστρεπτικάς των Αράβων χείρας μεταχειριζόμην αυτήν ως άσυλον ασφαλές πλείστων οικογενειών και προς τον σκοπόν τούτον σημαντικήν ποσότητα χρημάτων ηνάλωσα. Παραλείπων όμως την λεπτομερή εξιστόρησιν των τοιούτων ως γνωστών και παρά πάντων ομολογουμένων και με λύπην μου παρατηρώ ότι ουδέποτε έλαβον μέχρι τούδε περίθαλψίν τινα, μολονότι ανέφερον εις όλας τας Ελληνικάς των διαφόρων εποχών Κυβερνήσεις τας υπέρ πατρίδος θυσίας μου, και πόσο η Μονή Κανδήλας συνετέλεσεν υπερ της ελευθερίας…».

Ωστόσο, υπάρχουν και μαρτυρικές καταθέσεις που βεβαιώνουν ότι ο Καλλίνικος καταχράστηκε χρήματα πουλώντας κτήματα της μονής, αυξάνοντας έτσι το χρέος της που ξεπερνούσε τα 6.000 τουρκικά γρόσια. Για να καλυφθούν τα χρέη, με βασιλικό διάταγμα διατάχθηκε η εκποίηση των κτημάτων της μονής στις 11 Σεπτεμβρίου 1843.

            Στην απογραφή της περιουσίας της, το 1833, η μονή είχε 6 στρέμματα καλλιεργήσιμη γη (τα 200 βαλτώδη). Διέθετε επίσης 30 στρέμματα αμπέλια, 305 αιγοπρόβατα και 35 κυψέλες μελίσσια. Το 1837 η μονή παραπονιέται ότι δεν έχει επαρκή περιουσία και ζητά να της παραχωρηθεί το διαλυμένο γειτονικό μοναστήρι του Μπεζενίκου με τα κτήματά του. Η Ιερά Σύνοδος αποδέχθηκε την αίτηση και της το παραχώρησε το 1839. Η προσάρτηση, ενώ τυπικά είχε εγκριθεί, φαίνεται ότι μάλλον εγκαταλείφθηκε και δεν πραγματοποιήθηκε, διότι τα κτήματα του Μπεζενίκου είχαν ενοικιαστεί για μια 25ετία. Παραδόθηκαν, ωστόσο, δέκα αντικείμενα από τους μοναχούς Διονύσιο και Παρθένιο στη Μονή της Κανδήλας.

H μονή ήταν ανδρώα, αλλά το 1937 μετατράπηκε σε γυναικεία (τελευταίος ηγούμενος υπήρξε ο Γρ. Βιδάλης και πρώτη ηγουμένη η Καλλινίκη Μαντζουράνη). Από το 1972 και εξής, η μονή υδροδοτήθηκε (πηγή Κομποτής) και ηλεκτροφωτίστηκε. Δυτικά του μοναστηριού -κάτω από τον δημόσιο δρόμο- υπάρχει μετόχι της  αφιερωμένο στον άγιο Χαράλαμπο.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Ο παλιός ναός, σκαμμένος μέσα στο βράχο, είχε 2 μέτρα μήκος και 2 μέτρα πλάτος και το ιερό είχε την ιδιομορφία να είναι στραμμένο προς το βορρά. Το 1852, όπως αναγράφει και επιγραφή σε εντοιχισμένη πλάκα, πραγματοποιήθηκε επί ηγουμένου Χρύσανθου Ιερομονάχου, επιμήκυνση του ναού (5 μ. μήκος και 4,5 μ. πλάτος). Μετά από αυτή τη μετατροπή, ο αρχικός ναός χρησιμοποιήθηκε ως ιερό. Στο μεταξύ το 1851, είχαν γκρεμιστεί λόγω διαβρώσεων οι δύο μακρές πλευρές του παλιού ναού. Εκατό χρόνια μετά, το 1952, πραγματοποιήθηκε και δεύτερη διεύρυνση του ναού, επί ηγουμενίας Καλλινίκης Μαντζουράνη.

Στις παρειές του ίδιου βράχου λαξευτήκαν κελιά και βοηθητικοί χώροι, ενώ μέσα από το βράχο αναβλύζει νερό, το οποίο συγκεντρώνεται σε δεξαμενή.

Ψηλότερα από το μοναστήρι διακρίνονται ίχνη κτισμάτων μέσα σε σπήλαιο, που δίνουν την εντύπωση ασκηταριού, ενώ σε κοντινή απόσταση βρίσκεται άλλη σπηλιά με το παρεκκλήσι των Ταξιαρχών.

Η μονή απαρτίζεται από σειρά διώροφων κτισμάτων (κελιά, ξενώνες, αποθήκες, χώροι καθημερινής χρήσης και υποδοχής). Τα κτίσματα συμπληρώνονται με το καθολικό στα ανατολικά και το οχυρό στα νότια. Από το δρόμο οδηγούν στην είσοδο της μονής δύο διαδοχικές σειρές από πέτρινα ή τσιμεντένια σκαλοπάτια, τα οποία σε ορισμένα σημεία φράσσονται από εσωτερική και εξωτερική σιδερένια πόρτα. Η δεύτερη στη σειρά θύρα αποτελούσε την κύρια πύλη, η οποία έφερε ισχυρή σιδερένια αυλόθυρα, που έχει αντικατασταθεί και παραμένει σε εμφανές σημείο, ως ανάμνηση παραδοσιακού μέτρου μοναστηριακής ασφάλειας παλαιότερων εποχών. Ο χώρος ανάμεσα στις δύο  θύρες χρησίμευε στα χρόνια της σκλαβιάς ως καταφύγιο για τους κατοίκους των γύρω περιοχών.

Ο επισκέπτης, κατά το ανέβασμά του από τη δεύτερη και κύρια θύρα της μονής, βρίσκεται στο ύψος του υπογείου, το οποίο φέρει αμυντικά και φωτιστικά ανοίγματα, ενώ περνώντας το διάδρομο με τα κελιά μπορεί να φτάσει στο δώμα, όπου βρίσκεται και ο ναός. Υπάρχει και δεύτερη είσοδος στο ναό με κλίμακα από τα νοτιοανατολικά. Στο επίπεδο του δώματος και προς τα βόρεια βρίσκεται το ηγουμενείο, ενώ στα νότια  υπάρχει ειδικό διαμέρισμα για δεσπότη.

Τα νέα οικοδομήματα είναι αρκετά ογκώδη και χωρίς αρχιτεκτονική σύνδεση με όσα έχουν απομείνει από το παλαιό μοναστήρι έχουν επιφέρει αρκετή αλλοίωση στη μορφή του μοναστηριού.

Σφηνωμένο στο βράχο, 35 μέτρα νοτιότερα και χαμηλότερα από το ύψος της μονής, βρίσκεται το μεγάλο οχυρό του μοναστηριού, το «Μπούρτζι», έργο του ηγουμένου της μονής Καλλίνικου Μιχαλιάδη. Φέρει στέγαση 10 περίπου μ., ενώ προεκτείνεται με εξωτερικό τοίχο άλλα 20 μ., έχοντας χωρητικότητα περίπου 200 ανθρώπων. Την απόσταση από τη μονή στο «Μπούρτζι» προστάτευαν οι πολεμίστρες του μοναστηριού και ο φυσικός βράχος. Στην είσοδο και αριστερά βρίσκεται εντοιχισμένη μια πλάκα με το εξής χάραγμα:

ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΟ/ΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ ΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΤΙΡΙ/ΟΝ 1821 ΙΟΥΝΙΟΥ 8 Μ ΚΑΝΔΗΛΑΣ

Το «Μπούρτζι» επισκευάστηκε από τον ίδιο ηγούμενο το 1827 για να αντικρούσει την επίθεση του Ιμπραήμ.

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ   

Εσωτερικά, στο θόλο του αρχικού ναού, έχει διασωθεί ο Παντοκράτορας δορυφορούμενος από προφήτες. Το υπόλοιπο τμήμα έχει αμμοκονίαμα.

Στο εσωτερικό του ναού φυλάσσονται και ορισμένες φορητές εικόνες, εκ των οποίων πιστεύεται ότι αυτή που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι η ίδια η θαυματουργή εικόνα, η οποία άλλαζε θέση. Στο τέμπλο οι εικόνες έχουν φιλοτεχνηθεί το 1833.

ΚΕΙΜΗΛΙΑ

         Η μονή λόγω των καταστροφών που έχει υποστεί δεν σώζει πολλά από τα κειμήλια της μακραίωνης ιστορίας της. Ακέραια, ωστόσο, έχει απομείνει η μοναστηριακή καμπάνα, η οποία είναι κρεμασμένη στο προαύλιο και διατηρεί ως ένδειξη προέλευσής της το έτος 1713 (στα λατινικά «OPUS MARTINI PACININI MDCCXIII»). Επίσης, η εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας θεωρείται έργο του ευαγγελιστή Λουκά και φυλάσσεται στο χώρο της μονής. Στο τέμπλο του καθολικού του μετοχιού του Αγίου Χαραλάμπους υπάρχει εικόνα του αγίου με την ένδειξη «δέησις του δούλου του Θεού Στάθη, Παναγιώτη και Τριανταφύλλου 1769».

ΕΠΙΡΑΦΕΣ

           Σε μικρή μαρμάρινη πλάκα πάνω από την είσοδο της μονής βρίσκεται η ακόλουθη επιγραφή:

ΘΥΡΑ ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΚΕΣ ΑΝΕ/ΚΑΙΝΙΣΘΗΣΑΝ ΥΠΟ ΗΓΟΥΜΕ/ΝΟΥ

ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ/ΔΟΥΚΑ 1890

Άλλη μαρμάρινη πλάκα βρίσκεται εντοιχισμένη αριστερά της εισόδου του ηγουμενείου με την επιγραφή:

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΝΔΗΛΑ/ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΕΓΕΑΤΗΣ/

ΓΑΒΡΙΗΛ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥΛΙΑΣ/ΣΥΝΟΔΙΑ/ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΔΟΥΚΑΣ/

ΙΩΣΗΦ ΖΕΡΒΟΓΙΑΝΝΗΣ/ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ/

ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ/1912-13/ΕΛΛΑΣ

ΜΑΝΤΙΝΕΙΑ ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ/ΑΡΚΑΔΙΑ/

ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ.

ΜΕΤΟΧΙΑ

Οι μοναχές της μονής Κανδήλας, η οποία μετατράπηκε σε γυναικεία το 1936, διαμένουν στο μετόχι του Αγίου Χαραλάμπους, το οποίο είναι κτισμένο νοτιοδυτικά του χωριού, στον κάμπο. Εντός του χώρου του μετοχιού υφίστανται τέσσερα παρεκκλήσια: του Αγίου Νεκταρίου, του Αγίου Δημητρίου, της Αγίας Τριάδας και ο ναός της Παναγίας «Άξιον εστί», ο οποίος κτίστηκε το 1969 στα θεμέλια παλιάς ομώνυμης εκκλησίας.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Αντωνακάτου Ντ. – Μαύρος Τ., Ελληνικά Μοναστήρια. Πελοπόννησος, Μονές Αρκαδίας, Αθήνα 1979, τ. Β΄, σελ. 58-64.
  • Γριτσόπουλος Τ. Α., «Η εν Μαντινεία Μονή Κανδήλας κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821», ΔΙΕΕ 11 (1956) σελ. 114-192
  • Δάλκος Ι. Κ., Η ιερά Μονή Κανδήλας Μαντινείας, Αθήναι 1975, σελ. 46-47.
  • Λέκκος Ε. Π., Τα Μοναστήρια του Ελληνισμού, τ. Β΄, Αθήνα 1998, σ. 90-91.
  • Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Αλέξανδρου, Τα μοναστήρια της Μαντινείας, Ανάτυπον από την Ιστορία της Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τ. Β΄, Αθήνα 2000, σελ. 269-276.
  • Σαραντάκης Π., Αρκαδία, τα μοναστήρια και οι εκκλησίες της, Οδοιπορικό 10 αιώνων, Αθήνα 2000, σ. 40-43.

 

Last modified on 15 Αυγούστου 2021 %18:%Αυγ

Leave a comment

Make sure you enter all the required information, indicated by an asterisk (*). HTML code is not allowed.

© 2020 All Rights Reserved. Designed By hit-media.gr